- προηχεῖ
- προηχέωcause to resound beforepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)προηχέωcause to resound beforepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προηχώ — έω, Α [ἠχῶ] 1. ενεργώ ώστε να ηχήσει κάτι εκ τών προτέρων 2. μτφ. φανερώνω κάτι πρωτύτερα («ἡ τοιαύτη ἰδέα τῶν προοιμίων εὐγένειαν προήχει τῶν λόγων», Φιλόστρ.) 3. ηχώ προηγουμένως … Dictionary of Greek